- ἐφιππίου
- ἐφίππιοςfor putting on a horsemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έποχο — Ταινία από δέρμα ή ύφασμα, που χρησιμεύει για τη συγκράτηση της σέλας (εφιππίου) στη ράχη του αλόγου. Το πλάτος της ταινίας διαφέρει, ανάλογα με το είδος της σέλας, τη διακόσμησή της και τους πρακτικούς σκοπούς της ε. * * * το (Α ἔποχον) [επ έχω] … Dictionary of Greek
εφιππιοειδής — ές 1. αυτός που έχει σχήμα εφιππίου, σχήμα σέλας 2. ανατ. φρ. «εφιππιοειδές κρανίο» κρανίο που εμφανίζει κοίλανση στο μέσον τού κρανιακού θόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφ ίππιον + ειδής*] … Dictionary of Greek
οπισθένη — ὀπισθένη, ἡ (Α) ο ιμάντας που διέρχεται κάτω από την ουρά τού ίππου για να συγκρατεί την κατολίσθηση τού εφιππίου προς τα εμπρός, αλλ. υπουρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. postilena πρβλ. και οπισθελίνα] … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
τροχιλιοειδής — ές, Ν φρ. «τροχιλιοειδής [ή εφιπποειδής] διάρθρωση» ανατ. άρθρωση κατά την οποία οι δύο συναπτόμενες επιφάνειες εμφανίζουν σχήμα εφιππίου, σέλας, και η οποία επιτρέπει την εκτέλεση κινήσεων γύρω από δύο άξονες, όπως είναι λ.χ. η καρπομετακάρπια… … Dictionary of Greek